Στο παρασκήνιο, δύο από τα μεγαλύτερα ανοιχτά ορυχεία λιγνίτη της χώρας, τα οποία ανήκουν και εκμεταλλεύονται από τη ΔΕΗ, εκτείνονται σε όλο το μήκος και βάθος του οπτικού πεδίου.

Η Ελένη Κοτζαΐτση, συνταξιούχος δασκάλα από τη Μαυροπηγή, τα περιγράφει εύστοχα “σαν ξεκοιλιασμένα θηρία, μια εντύπωση σεληνιακού τοπίου, σαν κρατήρες”.

Ο Βαγγέλης Καραγεωργίου οδηγούσε εξίσου αποφασιστικά στην Εθνική Κοζάνης-Πτολεμαΐδας και στους χωματόδρομους της Μαυροπηγής.

Ο ρόλος του ως πρόεδρος της κοινότητας σήμαινε ότι ήταν συνηθισμένος να μιλάει για τις δυσκολίες του χωριού του με ψυχραιμία και πειστικότητα. Σφίχτηκε, όμως, μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Περπάτησε λίγα μέτρα δεξιά και στάθηκε σε ένα κομμάτι γης διάσπαρτο με σωρούς από κοκκινόχωμα, σκουριασμένες βέργες και τσιμεντόλιθους. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτά ήταν τα θεμέλια του δικού του σπιτιού ή κάποιου γείτονα, αλλά εκτιμούσε πως σ’ αυτήν την τοποθεσία έστεκε το σπίτι του μέχρι πριν τρία χρόνια.

Η σύνδεση μεταξύ παρασκηνίου και προσκηνίου είναι αυτή του αιτίου και του αποτελέσματος: το χωριό εξαφανίστηκε εξαιτίας του ορυχείου. Ο λιγνίτης είναι η κύρια πηγή ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας για δεκαετίες και η Δυτική Μακεδονία, όπου βρίσκεται η Μαυροπηγή, η περιοχή που είναι θαμμένος ο περισσότερος. Από το 1957, ο άνθρακας είναι ο πολυτιμότερος θησαυρός της περιοχής, ανάγοντας τη ΔΕΗ στον μεγαλύτερο εργοδότη, που προσφέρει έμμεσα και άμεσα εργασία σε περίπου 17 χιλιάδες εργαζόμενους και συντηρεί το ΑΕΠ της Δυτικής Μακεδονίας. Κατά συνέπεια, όσο οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας μεγεθύνονταν, τα σαγόνια των εκσκαφέων λύνονταν και το χωριό, που υπάρχει ως οικισμός στο ίδιο σημείο από το 6.500 π.Χ., άρχισε να κινδυνεύει.

Στις 5 Οκτωβρίου 2001, μετά από μια σειρά νομικών αγώνων μεταξύ των κατοίκων και της ΔΕΗ, για τους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας της, και μια βίαιη σύγκρουση με την αστυνομία, το ορυχείο που θα κατάπινε το δάσος της Μαυροπηγής άνοιξε. Ο Τάσος Εμμανουήλ, πρόεδρος του Συλλόγου Πληττόμενων Μαυροπηγής, θυμάται ότι “όλο το χωριό είχε πληροφορηθεί τι θα γινόταν από το νοσοκομείο, γιατί είχε ζητηθεί να είναι σε επιφυλακή ασθενοφόρα”.

Ο Τάσος κοίταξε μερικές φωτογραφίες στο κινητό του. Απεικόνιζαν μια σειρά από εκταφιασμένα μνήματα, από το κοιμητήριο Μαυροπηγής: “Στον δρόμο της ανάπτυξης του ορυχείου ήταν και τα κοιμητήρια. Δικαστικοί επιμελητές μας έδιναν έγγραφα που μας ενημέρωναν πότε θα ξεθάψουν τους δικούς μας νεκρούς. Είχαν αναθέσει εργολαβία σε γραφείο τελετών να ξεθάβει προκειμένου να τους μεταφέρει στα κοιμητήρια της Πτολεμαΐδος. Αυτό αναγκάστηκαν να το ζήσουν όλοι οι κάτοικοι. Ως βίωμα δεν ξέρω πόσοι είχαν την ‘τύχη’ να ζήσουν κάτι τέτοιο. Ζωντανοί και πεθαμένοι, κανένας δεν είχε έλεος.”

H υποχρεωτική απαλλοτρίωση του οικισμού ήρθε το 2011, όταν ένα επικίνδυνο ρήγμα εμφανίστηκε στο έδαφος. Ένα χρόνο αργότερα, το Πρωτοδικείο αποφάσισε τις τιμές της αποζημίωσης για τις περιουσίες των κατοίκων. Μέχρι το τέλος του 2013, και οι 200 οικογένειες του χωριού είχαν αποζημιωθεί και αναζητούσαν σπίτι. Παρά το γεγονός ότι είχε οριστεί σημείο μετεγκατάστασης, η τοπική αυτοδιοίκηση δεν είχε προβλέψει για βασικές υποδομές, καθιστώντας το, πρακτικά, μη βιώσιμο. Αυτό ανάγκασε τους κατοίκους της Μαυροπηγής, υπό την απειλή του ρήγματος και της απρόβλεπτης ελληνικής οικονομικής κατάστασης της εποχής, να επενδύσουν αστραπιαία σε ακίνητα στην Πτολεμαΐδα, γεγονός που η αγορά ακινήτων της πόλης, είδε σαν ευκαιρία για μεγάλα κέρδη.

Οι κάτοικοι της Μαυροπηγής, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στο αστικό περιβάλλον. Η Ζωή Κοζίδου, πρώην κάτοικος Μαυροπηγής, ήξερε ότι προκειμένου να μην μαραζώσουν οι γονείς της στο “κλουβί”, όπως οι ίδιοι ονόμαζαν το διαμέρισμα, έπρεπε να μετακομίσει μαζί τους ώσπου να προσαρμοστούν. Αυτό που δεν ήξερε, όμως, ήταν ότι θα κατέληγε να χρωστάει το 42% των χρημάτων που έλαβε για να αγοράσει αυτό το διαμέρισμα, τουλάχιστον έναν χρόνο αφού τα παρέλαβε.

Τον Δεκέμβριο του 2014, δύο χρόνια μετά την πρωτόδικη απόφαση, το Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας μείωσε τις τιμές αποζημίωσης κατά 58% στα αγροτεμάχια και κατα 42% στα ακίνητα, ένα σύνολο που αγγίζει τα 35 εκατομμύρια ευρώ και μία απόφαση που ταυτίζεται με τα αιτήματα της ΔΕΗ στο Πρωτοδικείο, επισημαίνει ο Τάσος. Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι αν η ΔΕΗ διεκδικήσει τη διαφορά στις τιμές, οι κάτοικοι θα χάσουν και αυτά τα σπίτια. Η Ελένη μιλάει με ένταση: “Τα χέρια μας είναι δεμένα, είμαστε με τον φόβο ότι θα μας πάρουν τα σπίτια. Αυτό είναι το ‘ευχαριστώ’ για όλα όσα έχει δώσει η Μαυροπηγή.”

Το Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας της ΔΕΗ, είναι μια σύντομη διαδρομή από τη Μαυροπηγή και ο ταξιτζής, που είναι επίσης από το χωριό, είναι πολύ περίεργος για το τι θα πει ο διευθυντής του από το 2020, Αντώνης Νίκου, για τη Μαυροπηγή. Οι γνώσεις του Αντώνη Νίκου στο θέμα είναι περισσότερες από αυτές που φαίνονται: “Εγώ εκεί γεννήθηκα, οι τάφοι των γονιών μου ήταν εκεί. Μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, έτσι και γω, πρέπει να επιστρέψω χρήματα στη ΔΕΗ.” Ανέκτησε τον σοβαρό του τόνο: “Πρέπει να ξέρεις όμως πως να ισορροπείς ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο θέσεις.”

Χαρακτήρισε την κατάσταση “σε εκκρεμότητα”, επιβεβαιώνει ότι η ΔΕΗ δεν έχει κάνει καμία κίνηση διεκδίκησης των “προς επιστροφή” ποσών αλλά τονίζει ότι “τα επιστρεφόμενα ποσά είναι καταγεγραμμένα επίσημα και δεν μπορούν να διαγραφούν”. Οι κάτοικοι, εξηγεί ο Βαγγέλης, πιστεύουν ότι υπάρχει λύση σ’ αυτό το αδιέξοδο: “Πιστεύουμε ότι υπάρχει πολιτική λύση. Με τον Γιώργο Σωτηρέλη, τον δικηγόρο μας στην Αθήνα, είχαμε ετοιμάσει μια τροπολογία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις εκάστοτε κυβερνήσεις από το 2014 και μετά, και να είχε λυθεί το ζήτημα με μια υπογραφή υπουργού.”

Τώρα αισθάνονται πως η τελευταία τους ελπίδα είναι το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΣΔΑΜ). Τον Σεπτέμβριο του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα ότι “θα κλείσουμε όλες τις λιγνιτικές μονάδες παραγωγής μέχρι το 2028”. Έκτοτε, η κυβέρνηση κάνει βήματα προς αυτόν τον στόχο και συγχρηματοδοτεί την απολιγνιτοποίηση της χώρας με τον Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σχέδιο όμως, αμφισβητείται από πολλούς, ανάμεσα τους και κατοίκους της Μαυροπηγής, καθώς μέχρι και σήμερα “δεν είναι σαφές” πού θα επενδυθούν τα χρήματα αυτά, σύμφωνα με τον Νίκο Μάντζαρη, αναλυτή πολιτικής και συνιδρυτή του Green Tank.

“Υπήρχαν κάποιες πολιτικές συζητήσεις, να δοθεί λύση μέσω του σχεδίου απολιγνιτοποίησης, αλλά όταν άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια τα έγγραφα, δεν είδαμε πουθενά την λέξη Μαυροπηγή”, υποστηρίζει ο Γιώργος Δεληγιώργης, μέλος του τοπικού συμβουλίου της κοινότητας Μαυροπηγής. Ο Παύλος Αγγελίδης, το νεότερο μέλος του τοπικού συμβουλίου, προσθέτει ότι σε συνάντηση του τοπικού συμβουλίου, προσθέτει ότι σε συνάντηση του τοπικού συμβουλίου με εκπροσώπους του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας το 2019, “είχαν ‘δεσμευτεί’ σε πολιτική εξεύρεση λύσης και μας είπαν να κάνουμε υπομονή μερικούς μήνες για να το θεσμοθετήσουν και να το περάσουν πιο όμορφα στο σχέδιο απολιγνιτοποίησης”, καθώς ο ίδιος ο Υπουργός είναι μέλος της κυβερνητικής επιτροπής του Σχεδίου Μετάβασης. Ο Αντώνης Νίκου εξέτασε επίσης αυτήν την πιθανότητα: “Αν θελήσει το Υπουργείο να συμπεριλάβει και το ζήτημα των αποζημιώσεων εκείνων στον σχεδιασμό, μπορεί να είναι μια πολιτική απόφαση και μπορεί να γίνει.”

Ο Νίκος Μάντζαρης είναι πιο διστακτικός: “Δεν μπορώ να φανταστώ πως μπορεί να λυθεί η περίπτωση της Μαυροπηγής. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ να χάσουν οι άνθρωποι τα χρήματά τους. Σίγουρα δεν είναι δίκαιο, αυτό έχω να σας το πω, αλλά το λέω σαν πολίτης”. Απέκλεισε επίσης την πιθανότητα ότι μέρος από τα 1,9 εκατομμύρια που έχει λάβει το Σχέδιο από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε., θα μπορούσαν να αποπληρώσουν το χρέος: “Αυτοί οι πόροι χρηματοδοτούν έργα”. Μέλος της συντονιστικής επιτροπής του ΣΔΑΜ έχει αντίστοιχη άποψη: “Αυτή είναι μια διαμάχη ανάμεσα στη ΔΕΗ και τους προς μετεγκατάσταση κατοίκους. Αυτό δεν αφορά το Σχέδιο”. Δηλώνει αισιόδοξος “αλλά ρεαλιστής” για τον τρόπο που εξελίσσεται το Σχέδιο και αναμένει ότι από το 2024 οι κάτοικοι θα δουν διαφορά στις περιοχές τους με πολλούς τρόπους: αποκατάσταση ορυχείων, φωτοβολταϊκά πάρκα, ενεργειακές κοινότητες, κίνητρα για μεγάλες επενδύσεις, υποστήριξη της επιχειρηματικότητας, του τουρισμού, της καινοτόμου γεωργίας και της ψηφιακής μετάβασης ανάμεσα σε πολλά άλλα. Υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εξέλιξη αυτή είναι η “ανθρώπινη δυσπιστία” που δείχνουν οι κάτοικοι “σε κάθε μεγάλη αλλαγή”.

Ο Νίκος Μάντζαρης πιστεύει ότι έχουν λόγο να είναι δύσπιστοι: “Στον σχεδιασμό κανείς δεν τους ρώτησε για την περιοχή τους. Δεν υπήρξε μέριμνα για να εμπλακούν οι τοπικές κοινωνίες” όπως αντίστοιχα δεν υπήρξε μέριμνα για για την εμπλοκή ΜΚΟ και συνδικάτων στον συγκεντρωτικό τρόπο διακυβέρνησης του Σχεδίου. “Οι άνθρωποι είναι σκεπτικιστές γιατί υπήρξε μια τεράστια μεταβατική περίοδος στην οποία δεν υπάρχουν πυροσβεστικές λύσεις για να συγκρατήσουν το κύμα της ανεργίας.” Ο Παύλος είναι θύμα αυτής της παράλειψης. Δούλευε ως συμβασιούχος της ΔΕΗ, αλλά με την σταθερή μείωση της λιγνιτικής παραγωγής, οι θέσεις μειώνονταν αντίστοιχα. Έτσι, έναν χρόνο αφού έχτισε το σπίτι του στην Πτολεμαΐδα με τα χρήματα της αποζημίωσης, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει και να μεταναστεύσει στην Αθήνα.

Ο Τάσος είναι ακλόνητος: “Τώρα, ενώ θα έπρεπε να διεκδικούμε δουλειές, διεκδικούμε να μην χάσουμε τα σπίτια μας. Αυτό είναι το αντίτιμο και το δίκαιο της μετάβασης. Η μετάβαση είναι δίκαια κατ ευφημισμόν.” Οι κάτοικοι όμως δεν έχουν παραδοθεί. Από το 2019, όταν ο Άρειος Πάγος επικύρωσε τη δικαστική απόφαση του Εφετείου, οι κάτοικοι προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Έκτοτε, περιμένουν υπομονετικά την εκδίκαση της υπόθεσης τους και την αποκατάσταση του νοήματος του όρου του δικαίου.

Οντ Καζόρλα και Ράνια Ζώκου

Photo credits: Ράνια Ζώκου

Πηγή: news247.gr