ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
Το σπήλαιον Νέστορος ευρίσκεται σε προνομιακή θέση στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς Πύλου Μεσσηνίας, εντός πλουσίας ευρυτέρας αρχαιολογικής οικιστικής κατανομής ανανεουμένης επί χιλιετίες, από οικισμούς προϊστορικών ως και ιστορικών χρόνων, ως και νεκροταφεία (Εικ.1). Συγκεκριμένως, η θέση του1 εντοπίζεται στο βορειοανατολικό μέτωπο του Παλαιοκάστρου, λόφου με τη μορφή πλατώματος με κάθετες παρειές και μέτωπα, που υψώνεται στην άκρη της μακρόστενης βραχώδους χερσονήσου του Κορυφασίου, η οποία, κειμένη κατά τον άξονα Β-Ν, κλίνει τον ημικυκλικό όρμο της Βοϊδοκοιλιάς προς Νότον. Επί του Παλαιοκάστρου υψώνονται τα μεσαιωνικά ερείπια του κάστρου του Ναυαρίνου ή Αβαρίνου2. Αντιστοίχως, ο λόφος του Αγίου Νικολάου με το εκκλησάκι του Προφήτου Ηλία κλίνει τον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς προς Βορράν. Η προέκτασή της χερσονήσου του Κορυφασίου προς Νότον είναι μακρά και κλίνει εντελώς και την παρακειμένη λιμνοθάλασσα του Διβαρίου από το Ιόνιο πέλαγος.
Το σπήλαιον Νέστορος προβάλλει με υψηλή και ευρύχωρη είσοδο, χονδρικά τριγωνικού σχήματος, στο μέτωπο του λόφου, σε σημείο, που εξασφαλίζει ανεμποδίστη εποπτεία του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς και του ευρυτέρου μεσσηνιακού τοπίου προς τον Βορρά και μερικώς την Ανατολή, αλλά και, αντιστρόφως, καθιστά το σπήλαιον ορατό από μεγάλη απόσταση. Το εσωτερικό του σπηλαίου είναι μακρόστενο και αναπτύσσεται κατά τον άξονα Β-Ν, κατά μήκος του χερσαίου όγκου του Παλαιοκάστρου. Παρά την μακρόστενη διάταξή του, το σπήλαιον είναι γενικώς ευρύχωρο: στο βαθύτερο τμήμα του διαθέτει κυρία ευρεία αίθουσα διαστάσεων 20X 16μ. με θολωτήν οροφή ύψους, περίπου, 20μ., στην οποία οδηγούν δύο στενότεροι προθάλαμοι.
Από γεωλογικής επόψεως3, μέσα σε περιοχή γεωλογικής/τεκτονικής ασταθείας και διάβρωσης λόγω των νεωτέρων πλειοκαινικών και πλειστοκαινικών αποθέσεων, το σπήλαιον είναι διανοιγμένο σε ιουρασικό ασβεστόλιθο και, ενδεχομένως, οφείλει την ύπαρξή του σε διάβρωση προϋπαρχούσης τεκτονικής ρωγμής. Ωστόσον, σε μερικά σημεία του, προβάλλει και λατυποπαγής βράχος νεωτέρας ηλικίας, που επικάθεται του ασβεστολίθου και διαδρώνεται ευκόλως. Στην οροφή της κεντρικής αίθουσας, το πάχος του ασβεστολίθου έχει μετρηθή στα σχεδόν 10μ. και διαπερνάται από φυσικό οπαίον, που αποκτά διέξοδο στο πλάτωμα του Παλαιοκάστρου. Το οπαίον εξασφαλίζει αρκετό φυσικό φως στην κυρία αίθουσα, αλλά, ταυτοχρόνως, επιτρέπει στα νερά της βροχής να εισέρχωνται στο σπήλαιον μαζί με χώματα και πέτρες, που επιταχύνουν την επίχωση του. Η διατάραξη των εσωτερικών συνθηκών του σπηλαίου από την οπή αυτή σε συνδυασμό με την κατά ένα μέρος μη ασβεστολιθική γεωλογική σύσταση του σπηλαίου, ίσως συνηγορούν στην απουσία σημαντικού Φυσικού λιθωματικού διακόσμου, εκτός από ελάχιστα σημεία του, όπου φαίνεται να δημιουργούνται νεώτεροι σταλακτίτες.
EYPHMA ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Ευρήματα Ερρίκου Σλήμαν
Στο πλαίσιο της συνθετικής μελέτης του ιστορικού των ερευνών και των ανασκαφών του σπηλαίου Νέστορος και των ευρημάτων τους, εξετάσθη το 1990 από τους συγγραφείς αυτού του άρθρου, το σύνολον των αρχαιολογικών αντικειμένων, που ανευρέθησαν με ένδειξη προέλευσης το σπήλαιον Νέστορος, τα οποία συγκεντρώθηκαν στο Νιόκαστρον Πύλου, καθώς και τα αρχεία τα οποία ήτο δυνατόν να εντοπισθούν, με στόχο την λεπτομερή συνθετική τελική τους δημοσίευση. Από την μελέτη αυτή προκύπτει ότι το σπήλαιον Νέστορος διατέμνει την ιστορία της ελληνικής αρχαιολογίας ξεκινώντας από την πολύ μακρινή αρχή της και ότι οι κατά καιρούς έρευνες και εν συνεχεία ανασκαφές του εξέφρασαν τις θεωρητικές και μεθοδολογικές τάσεις της αρχαιολογικής έρευνας στις αντίστοιχες περιόδους, που καθόρισαν την ανάδυση και ωρίμανση της προϊστορικής έρευνας στην νότιο Ελλάδα.
Η μακρά ιστορία της έρευνας του σπηλαίου ξεκινά τον 19ο αιώνα, περίoδoν, κατά την οποίαν προτεραιότητα των ανασκαφέων ήτο η αναζήτηση/ επισήμανση και επιβεβαίωση των μυθολογικών και ομηρικών κέντρων4 ως και η ένταξή τους σε πολιτισμικό-ιστορικό πλαίσιο. Εις το πλαίσιον αυτού του προβληματισμού, ειδικώτερα διά την αναζήτηση των ανακτόρων του Νέστορος και την ταύτιση της ομηρικής και μυκηναϊκής τοπογραφίας της περιοχής της Πυλίας, το σπήλαιον Νέστορος προσήλκυσε το ενδιαφέρον του Ερρίκου Σλήμαν, εμβληματικής μορφής στην αρχαιολογική έρευνα του 19ο αιώνος και κυρίου εκφραστού αυτής της τάσης στο πλαίσιο της γερμανικής ιστορικής παράδοσης.
Ωστόσον ο Ερρίκος Σλήμαν ενδιεφέρθη διά την έρευνα του σπηλαίου Νέστορος και δι’ έναν άλλον λόγον: τότε εζητούσε την άδειαν του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, δηλ. της Γενικής Εφορείας Αρχαιοτήτων, διά να ανασκάψη εις την ακρόπολιν των Μυκηνών την άνοιξη του έτους 1874, αλλά επειδή είχε προβή εκεί σε λαθρανασκαφήν, ενώ ανέμενε την έκδοση της σχετικής αδείας, η άδεια δεν του παρεσχέθη και έσπευσε να χρησιμοποιήση άλλα μέσα, δηλ. προέτινε, εν ολίγοις, να χρηματοδοτήση την υπό Ελλήνων αρχαιολόγων ανασκαφήν του θησαυρού του Μινύου εις τον Ορχομενόν Βοιωτίας και του σπηλαίου Νέστορος εις Βοϊοδοκοιλιάν ως και την κατεδάφιση του φράγκικου πύργου εις τα Προπύλαια της Ακροπόλεως των Αθηνών, προκειμένου να λάβη την άδειαν ανασκαφής των Μυκηνών. Αναλυτική αναφορά αυτών έγινε και στην ανακοίνωση του υπογραφομένου Γ. Σ. Κορρέ5.
Ο Σλήμαν εστιάζει το ενδιαφέρον του στην περιοχή του κόλπου του Ναυαρίνου το 1874 6, αφού είχε ξεκινήσει τις έρευνες του στις Μυκήνες, αλλά ενώ ήδη ευρίσκεται στην πλέον διάσημη στιγμή της ζωής του, μόλις είχε ανασκάψει την Τροία, και, ενώ ολίγα χρόνια πριν εξηρεύνησε την Ιθάκη7, επεδίωκε δε να ιδρύση το Σλιμάννειον Μουσείον του εις Αθήνας. Ο Σλήμαν επιλέγει να ξεκινήση με το σπήλαιον λόγω της θέσεώς του πλησίον του Παλαιοκάστρου, συνδεδεμένου με την αρχαία Πύλο επί τη βάσει φιλολογικών πηγών, που ανάγονται στον -5ο αιώνα8, και συνδεδεμένης με την ομηρική Πύλο από τον περιηγητή Παυσανία.
Ο περιηγητής, μάλιστα, συνοδευόμενος, προφανώς, υπό εντοπίων «ξεναγών», υποτίθεται ότι ανεγνώρισε εντός της πόλεως συγκεκριμένα τοπόσημα των ομηρικών προσώπων, ενώ είχε τοποθετήσει στο παρακείμενο σπήλαιον τον στάβλο, στον οπoίoν υποτίθεται ότι ο μυθικός βασιλιάς της Πύλου Νέστωρ και πριν από αυτόν ο Νηλεύς, εσταύλιζαν τις αγελάδες, που είχαν φέρει από τη Θεσσαλία: «…και σπήλαιον έστιν εντός της πόλεως. βούς δε ενταύθα τας Νέστορος και έτι πρότερον Νηλέως φασίν αυλίζεσθαι» (Παυσ.Α,36,2). Σε αυτήν την περιγραφή του Παυσανία οφείλεται, προφανώς, και η σημερινή ονομασία του σπηλαίου, άλλως αποκαλουμένου και «σπήλαιον του Νηλέως».
Πέραν αυτού, το σπήλαιον Νέστορος συνεδέθη και με τον μύθον της κλοπής των βοδιών του Απόλλωνα από τον Ερμή, αφηγούμενον εις τον Ομηρικόν Ύμνον εις τον Ερμή, κατά τον οποίο ο πτερωτός θεός υποτίθεται ότι απέκρυψε την κλεμμένη λεία του σε σπήλαιον9. Η ταύτιση αυτή αρχικώς διετυπώθη το 1833, αλλά ανεσκευάσθη ως λανθασμένη σε πρόσφατη δημοσίευση και σχολιασμό του Ύμνου. Πάντως, πρέπει να σημειωθή ότι, ενδεχομένως λόγω της ταύτισης αυτής, το σπήλαιον είχε προσελκύσει στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και το ενδιαφέρον της Expέdition Scientifique de Moree διά την τοπογραφική υποδήλωσή του10.
Ο Σλήμαν γράφει στο ημερολόγιό του, του έτους 1874: «Πολύ κουρασμένοι εφθάσαμεν κατά τις οκτώ το εσπέρας εις Ναβαρίνω, επί του ωραιοτέρου κόλπου του κόσμου. Πόλις ωραία και καθαρά, λαμπρά πλατεία με μεγίστας πλατάνας»11. Μερικά χρόνια αργότερα, στις 23 Ιανουαρίου 1889 12 σε ομιλία του στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, αναφέρει ότι διανοίγει τομές το μεν στο σπήλαιον μέχρι βάθους 3μ., όπου ανευρίσκει μυκηναϊκά, το δε μεταξύ των ερειπίων της ακρόπολης του αρχαίου Κορυφασίου, απ’ όπου αποχωρεί, καθώς δεν εντοπίζει προϊστορικά ευρήματα. Η λεπτομερής αναφορά του στις αρχαίες φιλολογικές πηγές διά το σπήλαιον και την ιστορία της περιοχής επιβεβαιώνουν ότι μεταβαίνει διά ανασκαφήν προετοιμασμένος. Το βάθος των 3μ., πάντως, διά τις επιχώσεις του σπηλαίου είναι υπερβολικό σε σχέση με το βάθος του φυσικού βράχου, που, ώς θα φανεί κατωτέρω, ενετοπίσθη στην ανασκαφή του 1953 στην κυρία αίθουσα του σπηλαίου στα σχεδόν 2μ. και στην ανασκαφή του 1980 στο 1,30μ.
Τα ευρήματα του Σλήμαν από την έρευνα του σπηλαίου ήταν μέχρι και του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου εις το Μουσείο Προϊστορίας του Βερολίνου, αλλά φέρονται ως καταστραφέντα από βομβαρδισμούς. Ομοίως, φέρονται να έχουν καταστραφή κατά το πλείστον κατά τον Β ́ Παγκόσμιον Πόλεμον, αι εκατοντάδες των αγγείων εξ Αιγύπτου, που είχε δωρήσει νομοτύπως εις τα κρατικά μουσεία του Βερολίνου, ως και αι αρχαιότητες της ελληνικής του συλλογής, που είχεν εξαγάγει παρανόμως εξ Ελλάδος και ο λόγος περί αυτών εις την ανακοίνωσιν του υπογραφομένου Γ. Σ. Κορρέ13.
Ευρήματα του Marcel Laurent
Είκοσι δύο χρόνια αργότερα από την πρώτη επίσκεψη του Σλήμαν, στο Bulletin de Correspondance Hellénique του έτους 1896 14 αναφέρεται στο τμήμα των «Nouvelles et Correspondance» ότι ο Marcel Laurent, Βέλγος ιστορικός τέχνης, που ευρίσκετο στην Ελλάδα ως εξωτερικό μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, «είχε την ευκαιρία» τον Ιούνιο του συγκεκριμένου έτους, κατά την διάρκεια περιοδείας του στην Πελοπόννησο για μελέτη βυζαντινών αρχαιοτήτων, να διεξαγάγη «με την βοήθεια» του τότε αναπληρωτού Εφόρου, περιορισμένης εκτάσεως ανασκαφική τομή μέσα εις το σπήλαιον, που επωνομάζετο του Ερμού ή του Νέστορος. Από σχετική υποσημείωση προκύπτει ότι οι εμπλεκόμενοι εγνώριζαν την προηγηθείσα ανασκαφική έρευνα του Σλήμαν εν έτει 1888, γεγονός, που ημπορούμε να υποθέσουμε ότι τους ώθησε να δραστηριοποιηθούν στο σπήλαιον.
Δυστυχώς, τα ευρήματα αυτής της έρευνας δεν έχουν εντοπισθή ανάμεσα στο αποθηκευμένο υλικό με ένδειξη προέλευσης το σπήλαιον Νέστορος και πρέπει να αναζητηθούν (ΕΑΜ και Γαλλική Σχολή).
Ευρήματα των αρχών του 20ου αιώνος
Οι αρχαιολογικές έρευνες διά τον εντοπισμό της ομηρικής Πύλου συνεχίσθηκαν ολίγα χρόνια αργότερα από τον αρχαιολόγο Ανδρέα Σκιά το 1909 σε διάφορες θέσεις της Μεσσηνίας, ενώ το 1912 και ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, αρχαιολόγος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, αναζητούσε το μυκηναϊκό- ομηρικό ανάκτορο στην ευρύτερη περιοχή και ανέσκαψε τον θολωτό τάφο 1 στην Βιγλίτσα Τραγάνας17. Τον Μάιο του ιδίου έτους, όπως διαπιστώνoμε από την ημερομηνία, που αναγράφεται στις ανασκαφικές ενδείξεις ευρημάτων εκ του σπηλαίου Νέστορος, ο Κουρουνιώτης εποπτεύει την έρευνα, που διεξήγετο στο σπήλαιον από ιδιώτες από τον Πειραιά18. Τα ευρήματα από την έρευνα αυτή, πράγματι ελάχιστα, μεταφέρθηκαν τότε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και μόλις πρόσφατα απεστάλησαν στην Πύλον και συνηνώθησαν με το υπόλοιπον υλικό εις το Νιόκαστρον Πύλου.
Από την ανασκαφή των ιδιωτών από τον Πειραιά υπό την εποπτεία του Κ. Κουρουνιώτη καταγράφονται κυρίως στελέχη ποδιών από μινυακές/ύστερο-μεσοελλαδικές και μικηναϊκές κύλικες και σκύφους, καθώς και θραύσματα αγγείων ελληνιστικών χρόνων. Ιδιαίτερον εύρημα αποτελεί ένα Ψ-σχημο μυκηναϊκό ειδώλιο με ελλείποντα χέρια και κεφαλή, και κορμό εσωτερικά κοίλο, που φέρει εξωτερικά όχι ευμεγέθη μαστίδια και διακοσμείται με κάθετες ταινίες, πού, πιθανόν, δηλώνουν ένδυμα. Ο μικρός αριθμός των ευρημάτων, που διασώζονται από την ανασκαφή αυτήν, ενδεχομένως, υποδηλώνει ότι οι ιδιώται ανασκαφείς ενδιεφέροντο δι’ αντικείμενα ιδιαιτέρας αξίας, όπως ενόμιζαν ότι θα ανεύρουν, και απέρριπταν τα πάντα. Ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης παρέλαβε προς κατάθεσιν εις το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το ως άνω πήλινον ειδώλιον.
ANΑΣΚΑΦΗ KAI EYPHMATA TΩN W. A. MCDONALD KAI Δ. Ρ. ΘΕΟΧΑΡΗ
Η επομένη ανασκαφική έρευνα του σπηλαίου διεξήχθη το 1953 στο πλαίσιον του προγράμματος συστηματικών ερευνών του Πανεπιστημίου Cincinnati στην Πύλο με επικεφαλής τον καθηγητή Carl W. Blegen, όταν έχουν πλέον, ανακαλυφθή τα «ανάκτορα του Νέστορος» στον Άνω Εγκλιανόν19. Το έτος εκείνο ο William Andrew McDonald20, καθηγητής στο Πανεπιστήμιον της Minnesota και μέλος του προγράμματος, αποστέλλεται από τον Blegeη να διεξαγάγη σύντομη ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιον με στόχο την διευκρίνηση της μυκηναϊκής γεωγραφίας υπό την επιρροή του ανακτόρου21. Αυτή τη φορά από ελληνικής πλευράς συμμετέχει ο μετέπειτα εμβληματικός διά την ελληνική προϊστορία αρχαιολόγος Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης, τότε ακόμη νεοφώτιστος Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αττικής22, που είχεν αποσταλή υπηρεσιακώς στην ανασκαφή του ανακτορικού συγκροτήματος εις τον Άνω Εγκλιανόν.
Αυτή η έρευνα διεξάγεται σε εποχή, κατά την οποία ο θεωρητικός και μεθοδολογικός προσανατολισμός της προϊστορικής αρχαιολογίας είχεν υπερβή το αυστηρό πολιτισμικό-ιστορικό πλαίσιο των προηγουμένων δεκαετιών και κυοφορούσε τις ζυμώσεις της διαδικαστικής και θετικιστικής προσέγγισης. Η συνεργασία του Θεοχάρη με τον McDonald είχε τη μορφή «μαθητείας» σε προσωπικό επίπεδο διά τον πρώτο23, αλλά, ταυτοχρόνως, σηματοδοτεί την διαμόρφωση αυτού του νέου θεωρητικού πλαισίου και διά την ελληνική προϊστορική αρχαιολογία (Εικ.3)24.
Διά την έρευνα του έτους 1953 λεπτομερής δημοσίευση δεν έγινε ποτέ, αλλά μαθαίνομε από σύντομες αναφορές σε γενικώτερες δημοσιεύσεις του McDonald25 και κυρίως από μια αναλυτική παράγραφο του Blegeη στο American Journal of Archaeology, η οποία συμπληρώνει την αναφορά της ανασκαφής του ανακτόρου του Άνω Εγκλιανού του έτους 1953 26. Τα αναλυτικά αρχεία της έρευνας του σπηλαίου Νέστορος συνίστανται στο ιδιόχειρο ανασκαφικό ημερολόγιο του McDonald του έτους 1953 27 καθώς και στις ιδιόχειρες ανασκαφικές σημειώσεις, που συνέτασσεν επί τόπου ο Δ, P. Θεοχάρης28 διά λογαριασμόν του McDonald. Το πρώτο απετέλει μέρος των αρχείων των ανασκαφών Πύλου του Πανεπιστημίου Cincinnati, ενώ οι δεύτερες είχαν παραμείνει στην κατοχή του Δ. Ρ. Θεοχάρη, έως ότου η χήρα του Μαρία Θεοχάρη τις παρεχώρησε στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, προκειμένου να ενσωματωθούν στο αρχείον των αμερικανικών ερευνών Πύλου29.
Σημειωτέον ότι Θεοχάρης, παρότι προφανώς ανεγνώρισε τα πλούσια νεολιθικά ευρήματα του σπηλαίου, που προέκυψαν ενόσω παρίστατο στην ανασκαφή, την ύπαρξη των οποίων διεπιστώσαμε κατά την εξέταση των ευρημάτων, που διεξηγάγαμε το 1990 και θα παραθέσωμε κατωτέρω, ουδέποτε ανεφέρθη εις το σπήλαιον Νέστορος μεταξύ των ελληνικών νεολιθικών θέσεων, ως δεν ανεφέρθη και στον συνολικό τόμο Νεολιθική Ελλάς, που εξέδωκε το 1973, 30 ενδεχομένως, διότι κατά την ανασκαφή παρίστατο με την ιδιότητα του επόπτου και δεν κατείχε το τυπικόν δικαίωμα δημοσίευσής της. Ωστόσον, καθώς ο McDonald επισημαίνει τη συνεργασία του Δ. Ρ. Θεοχάρη κατά την έρευνά του, η οποία ούτως ή άλλως προκύπτει και από το υλικό των σχεδίων, που εκπόνησε ο δεύτερος, δυνάμεθα να θεωρήσωμε ότι οι μεθοδολογικές ανασκαφικές επιλογές ήσαν κοινές ή τουλάχιστον, ότι είχαν συζητηθή μεταξύ των, ώστε, όχι απλώς τυπικώς, αλλά ουσιαστικώς η έρευνα ήτο κοινή31.
Το επακόλουθο διάστημα μετά την συγκεκριμένη ανασκαφή, ο W. A. McDonald επανήλθε στην περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς δι’ επιφανειακές έρευνες, που διεξήγαγε διά του Πανεπιστημίου της Minnesota σε συνεργασία με τον Richard Hope Simpson32, παράλληλα με τις ανασκαφές στον Άνω Εγκλιανό, προκειμένου να διερευνήσουν την διαχρονική κατοίκηση της Πυλίας και την έκταση των επί μέρους οικιστικών κέντρων, ωστόσον χωρίς να επανέλθη στην περαιτέρω συστηματική έρευνα του σπηλαίου.
«The entrance chamber appears to have been pretty well dug up, so we decided to try the much darker chamber behind. One of the native workmen from Pctrochori says he has dug here himself and his advice (whether defendable or not) was to dig halfway back in the room. Since he says that the higher level of the ground in the front half is from earlier digging».
Σε βάθος 1,25μ. αναφέρεται καθαρά στρώση από λεπτόκοκκο γκρίζω πηλώδες χώμα, μέσα στο όποιο δεν υπήρχε κεραμική, εκτός από ένα τροχήλατο όστρακο. Ακόμη πιό βαθειά, περίπου στα 1.38μ. υπάρχουν άφθονοι μικροί λίθοι, που φαίνεται ότι προήλθαν από την διάβρωση της οροφής πριν από τη δημιουργία της πηλώδους επίχωσης. Το χώμα μεταξύ των λίθων αυτών είναι χαλαρό. Στο δυτικό τμήμα το στρώμα περιέχει και ολίγη κεραμική, η οποία, πάντοτε κατά το ημερολόγιο του McDonald, φαίνεται πρώιμη. Σε βάθος 1,75μ. περίπου, ανευρέθησαν λίθοι, που ορίζουν ανοικτόχρωμο κιτρινωπό στρώμα, από το οποίο προέρχονται μερικά γραπτά νεολιθικά όστρακα. Στο νοτιοανατολικό τμήμα της τομής εμφανίσθηκε βράχος, μέσα στον οποίο είχε γίνει τεχνητό σκάψιμο βάθους περίπου 10εκ., με καμπύλο σχήμα, σύμφωνα με τον McDonald, «ίσως για τη θεμελίωση τοίχου ή το πιθανώτερον εστίας».
Η Τομή ΙΙ (πλάτ., 1μ. μήκ. 3μ.) διηνοίχθη κατά τον άξονα Β- Ν από την είσοδο του κυρίως δωματίου και σχεδόν ευθυγραμμίζετο με την δυτική πλευρά του. Σημειωτέον ότι από τις σημειώσεις της ανασκαφής προκύπτει ανηφορική κλίση του δαπέδου προς τα νότια. Κάτω από την επιφανειακή στρώση κοπριάς, κατά το ημερολόγιο του McDonald, απεκαλύφθη η ίδια ανοικτή καστανή επίχωση με λίθους, που ανευρέθη και στην Τομή I. Στα 30 εκ. η επίχωση ήτο ελαφρά καστανή και γεμάτη βράχους, αλλά γκριζωπό στρώμα εμφανίζετο στο νότιο άκρο, με μικροτέρους λίθους, που ανεσκάπτοντο εύκολα. Σε βάθος 50 εκ. εκτείνετο καστανό στρώμα ίδιο με αυτό της Τομής Ι και μάλιστα, περιέχον αδρή κεραμική, οστά και λίθους. Σε βάθος, περίπου, 85εκ. στο κέντρο της τομής οι λίθοι περιωρίζοντο. Μικρά οστά, επίσης, ήτο διάσπαρτα, ενώ η κεραμική ήτο μάλλον ομοιόμορφη και άφθονη χωρίς τροχήλατα θραύσματα.
1) μελανή επίχωση στην δυτική άκρη, κάτω από την κοπριά,
2) αραιοτέρους λίθους στο κέντρο του στρώματος (B), και
3) ύστατο σκληρό ανοικτόχρωμο στρώμα με λίθους επάνω στον δράχο, κάτω από τό στρώμα (Δ), τουλάχιστον στο δυτικό τμήμα.
1) το στρώμα (Α) εμφάνιζε τοπική γκριζωπή διαφοροποίηση με μικροτέρους λίθους πρός Νότον, και 2) επάνω στο βράχο, οι τελευταίες στρώσεις κάτω από το (Δ) ήτο σκουρόχρωμες, όπως και στην Τομή III.
Από την σύντομη αναφορά του C. W. Blegen37 σχετικά με την ανασκαφή αυτή, στην οποία σημειώνεται μεν γενικά ο πλούτος των ευρημάτων της, αλλά τονίζεται η αδυναμία αναγνώρισης χρήσεων και συναφειών, υποθέτομε ότι το υλικό έχασε το ενδιαφέρον περαιτέρω μελέτης διά το πρόγραμμα των αμερικανικών ανασκαφών Πύλου, άπαξ και δεν ήτο, κατά βάσιν, σύγχρονον προς το του Άνω Εγκλιανού.
Στο πλαίσιο της συνθετικής μελέτης του υλικού όλων των ανασκαφών του σπηλαίου Νέστορος το 1990 κατεγράψαμε το υλικό της ανασκαφής των McDonald και Θεοχάρη, το οποίο ανεγνωρίσαμε χάρις στις αρχικές ανασκαφικές ενδείξεις, που διεσώζοντο με αναφορά στην τομή προέλευσης και την ημερομηνία της ανασκαφής. Από την νεωτέρα αυτή εξέταση38 προέκυψε πληρεστέρα εικόνα των ευρημάτων συγκριτικώς προς αυτήν, που περιγράφει ο McDonald στο ημερολόγιόν του, καθώς κατεμετρήθησαν κατά τι ολιγώτερα των 300 κεραμικά θραύσματα, κατά βάσιν νεολιθικά και μυκηναϊκά.
Συγκεκριμένως, ως προς την νεολιθική περίοδο, προέκυψεν ενδιαφέρουσα κεραμική του «αμαυροχρώμου» ρυθμού, με γραμμική διακόσμηση (ταινίες, παράλληλες ευθείες, γωνίες, οφιοειδείς γραμμές) καστανού ή μαύρου χρώματος σε υπόλευκο ή ερυθρωπό βάθος (Εικ.6: 1, 3). Στο υλικό συγκαταλέγονται ολίγα θραύσματα στιλπνών αγγείων τύπου «Urfirnis» (Εικ.6: 2), καθώς και θραύσματα «μελανών στιλβωτών»39, στα οποία περιλαμβάνονται ευρύστομο αγγείο με ευθύ συγκλίνον τοίχωμα, θραύσμα από κυρτό προς τα έξω λαιμό, καθώς και τμήμα κωνικής φιάλης με διακόσμηση από διαγραμμισμένα τρίγωνα του ρυθμού «λευκό σε σκούρο» στην εσωτερική πλευρά του χείλους (Εικ.6:4)40.
Το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων της ανασκαφής McDonald και Θεοχάρη απετελείτο από τμήματα αβάφων και λειασμένων μονοχρώμων δοχείων. Τα άβαφα δοχεία συνίστανται σε ανοικτά και ευρύστομα σκεύη ποικίλου περιγράμματος περιλαμβανομένου μικρού σφαιρικού κυπέλλου με διαχωρισμένο χείλος, ημισφαιρικών φιαλών, φιαλών με τοίχωμα κυρτό προς τα έξω, βαθειών φιαλών με κατακόρυφα τοιχώματα και λαβή στο χείλος, βαθέων ευρυστόμων αγγείων με συγκλίνον τοίχωμα ή με ελαφρά καμπτόμενο προς τα έξω χείλος και βαθειών αγγείων με ταινιωτό λαιμό. Πολλά θραύσματα από πιθοειδή αγγεία φέρουν απλές πλαστικές και σχοινοειδείς ταινίες στον ώμο και το σώμα, καθώς και ταινιωτές λαβές και αποφύσεις. Από αυτές τις κατηγορίες δοχείων προέρχονται, μάλλον, και οι μεγάλες επίπεδες βάσεις. Ενετοπίσθη, επίσης, και υψηλή βάση καρποδόχης. Μια ολιγάριθμη κατηγορία κεραμικής περιλαμβάνει δοχεία με λεπτά τοιχώματα και εξωτερική στιλπνότητα, τα οποία δοχεία σπανίως φέρουν οριζόντιες αποφύσεις.
Μεγάλος αριθμός οστράκων, που εξετάσαμε από τη συγκεκριμένη ανασκαφική έρευνα, ανήκει σε μεταγενέστερες της Νεολιθικής προϊστορικές περιόδους. Ένα θραύσμα φιάλης με χείλος τριγωνικής διατομής, ενδεχομένως, υποδηλοί πρωτοελλαδική χρονολόγηση. Στην μεσοελλαδική περίοδο ανήκουν θραύσματα αγγείων, που φέρουν γραπτή διακόσμηση του «αμαυροχρώμου» ρυθμού, όπως παράλληλες ευθείες στο σώμα, τεθλασμένη γραμμή επί του πεπλατυσμένου επιπέδου χείλους βαθειάς χονδρής φιάλης και διαγραμμισμένα τρίγωνα κατά το ύψος του λαιμού βαθέως στενολαίμου αγγείου.
Χρονολογικά ακολουθούν πολλά θραύσματα από μυκηναϊκές κύλικες, κυρίως ακόσμητα στελέχη με βάθυνση, εκτός από μία περίπτωση στελέχους, που είναι διακοσμημένο με ταινίες και ολόβαφα τμήματα. Στην ίδια περίοδο αναγνωρίζονται, επίσης, θραύσματα, πολλά εφθαρμένα κυλίκων και σκύφων με διακοσμητικές ταινίες, καθώς και ενός ψευδοστόμου αμφορέως. Απόσπασμα κύλικος με χαμηλό, από κάτω καμπύλο, πόδι και βαθύ σώμα είναι μάλλον πρωίμου μυκηναϊκής χρονολόγησης. Υπάρχει, τέλος, πολύ υλικό μεταγενεστέρων χρόνων, που περιλαμβάνει ολίγα θραύσματα από γεωμετρικά αγγεία, περισσότερα από κλασικά και ελληνιστικά δοχεία, τόσον γραπτά και λεπτά καλής ποιότητος όσον και άβαφα αδρά σώματα και βάσεις, όπως, επίσης, αρκετές μελαμβαφείς κεραμίδες. Σημαντικό ποσοστό της νεωτέρας κεραμικής είναι εφθαρμένο ως προς τις επιφάνειες και τις ακμές.
Ανάμεσα στα ευρήματα αυτά διεκρίναμε χαρακτηριστικό δείγμα του νεολιθικού «αμαυροχρώμου» ρυθμού, που φέρει λοξές παράλληλες σκοτεινόχρωμες ευθείες και ταινίες σε ανοικτόχρωμο βάθος επί της εξωτερικής επιφανείας ημισφαιρικής φιάλης. Το σύνολον περιλαμβάνει, επίσης, ολίγα θραύσματα μεσοελλαδικής και μυκηναϊκής κεραμικής, κυρίως, όμως, χαρακτηρίζεται από σημαντικό ποσοστόν γεωμετρικής κεραμικής (Εικ.7), που συνίσταται σε θραύσματα σκύφων, πυξίδων, προχοϊκού αγγείου και δοχείων με στενό στόμιον, που φέρουν μετοπική διακόσμηση. Ένα θρύσμα με μετοπική μελανόχρουν διακόσμηση πτηνών παρατακτικώς, πρέπει να ανήκη στην πρωτοαρχαϊκή περίοδο. Το σύνολον περιλαμβάνει, επίσης, δείγματα πρωίμων κλασικών σκύφων, λευκών ληκύθων, πυξίδων, πώματος και άλλων αγγείων με διακόσμηση από μαιάνδρους και ανθέμια, υστεροκλασικής κεραμικής με ανάγλυφα κοσμήματα και ελληνιστικής κεραμικής με διακόσμηση από ερυθρές ταινίες.
Οι παρατηρήσεις των McDonald και Θεοχάρη περί διατάραξης δικαιώνουν τις παρατηρήσεις των πλέον πρόσφατων ανασκαφών του σπηλαίου. Στην προκαταρτική δημοσίευσή του ο Αδ. Σάμψων42 αναφέρει ότι στο δάπεδο στο εσωτερικό του σπηλαίου συλλέγονται κάθε λογής όστρακα, από την νεολιθική περίοδο μέχρι τους μεσαιωνικούς χρόνους. Περιέγραψε εικόνα μεγάλης αναστάτωσης από σωρούς χωμάτων και λίθων, κατά μέρος προερχομένων από τη διάβρωση των πετρωμάτων, αλλά και λάκκους, που απέδωκε στις παλαιότερες, μη εντοπίσιμες πλέον, ανασκαφικές τομές, σε παραβιάσεις από λαθρανασκαφείς, αλλά φυσικά και στην νεωτέρα χρήση του σπηλαίου ως μαντριού. Εκτός από τους λιθοσωρούς, ο Σάμψων αναφέρει και την ύπαρξη πεσμένου βράχου σχεδόν στην επιφάνεια, στο κέντρο της κυρίας αιθούσης. Επίσης, παρετήρησε κοντά στην είσοδο υπερυψωμένο επίπεδο από μετατόπιση χωμάτων εκ της εσωτέρας αιθούσης, καθώς και βαθειάν τάφρο, τα χώματα της οποίας είχαν πλέον απορριφθή εκτός σπηλαίου. Ο Σάμψων παρετήρησεν επί πλέον ότι τα βραχώδη τοιχώματα του σπηλαίου εδημιουργούσαν βαθειά χάσματα σε επαφή με τις επιχώσεις, μέσα στα οποία εκυλούσαν χώματα και πέτρες από τα υψηλότερα σημεία του δαπέδου στο μέσον των αιθoυσών. Υπέθετε, δηλαδή, ότι το αρχικό δάπεδο ήτο επικλινές από το κέντρο προς τα πλάγια, παρότι τότε εμφανίζετο επίπεδο. Εκτιμών την απογοητευτική εικόνα του σπηλαίου, ο Σάμψων εθεώρησε ότι αδιατάρακτα στρώματα έπρεπε να αναμένη κανείς σε ολίγα σημεία και σε μεγάλο βάθος.
Η εικόνα επεβεβαιώθη από την πρώτη δοκιμαστική τομή, που επεχειρήθη το 1980 στο νοτιοδυτικό τμήμα του σπηλαίου μέχρι βάθους 1,30μ. Η τομή έφερε στο φως στρώμα με μικρούς και μεγάλους λίθους, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν ανακατεμένα κεραμικά θραύσματα διαφόρων εποχών. Πολλά άνηκαν σε ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, ελάχιστα ήσαν τα κλασικά μελαμβαφή και τα μυκηναϊκά, ενώ τα περισσότερα εχρονολογούντο στην νεολιθική περίοδο. Τα τελευταία ήσαν άβαφα και προήρχοντο από πιθάρια με σχοινοειδή ή πλαστική διακόσμηση της Τελικής Νεολιθικής. Σε βάθος 0,95-1,05μ. ανευρέθησαν μερικά όστρακα της Νεωτέρας Νεολιθικής. Γενικά, πάντως, επρόκειτο για αστρωματογράφητα ευρήματα, πού, ενδεχομένως, είχαν αποτεθή στη θέση αυτή από τις κατά καιρούς λαθραίες αναμοχλεύσεις και αποχωματώσεις.
Κατόπιν τούτου, ο Αδ. Σάμψων ανεζήτησε νέο σημείο δοκιμαστικής τομής (Εικ.8α) στην νοτιοανατολική πλευρά του σπηλαίου, πολύ κοντά σε χώρο παραβιασμένο. Αρχικώς, οι διαστάσεις της τομής ήσαν μικρές, αλλά αργότερα επεκτάθησαν (4,60Χ 3μ.), καθώς φάνηκε ότι στο σημείο αυτό είχαν διασωθή αδιατάρακτα στρώματα κατοίκησης, πού, όμως, κατελάμβαναν περιωρισμένη έκταση, διότι στα δυτικά είχαν καταστραφή από παλαιότερες ανασκαφές ή παραβιάσεις και στα βόρεια υπήρχαν ριγμένοι λίθοι, που τα διέκοπταν. Κοντά στην επιφάνεια, που περιείχε κλασικά, μυκηναϊκά και αρκετά νεολιθικά κεραμικά θραύσματα, ανευρέθη εστία (Εικ.8β, αρ.1) με στρώματα τέφρας, γύρω από την οποίαν εστίαν προήλθαν πολλά οστά ζώων και χονδροειδής κεραμική υστεροελλαδικών χρόνων. Ωστόσον, μεγάλο μέρος της τομής έκλειε από σταλαγμίτη, που εξετείνετο όσον εβάθαινε η ανασκαφή. Σε μία σχισμή του σταλαγμίτου ανευρέθησαν ίχνη καύσης και οπεύς νεολιθικού τύπου.
Στην ανατολική άκρη της τομής ανευρέθη δευτέρα εστία (αρ.2). Σε βάθος 0,60μ. επεσημάνθη σκληρό δάπεδο από ερυθρογή, που συνεχίζετο προς τα δυτικά, αλλά διεκόπτετο στην βορειοδυτική γωνία από την επίχωση των ατάκτων λίθων. Κάτω από το δάπεδο έκειντο πολλά θραύσματα της μεσοελλαδικής περιόδου, άβαφα και μινύεια, που υπεδήλωναν ότι το δάπεδο ανήκει σε χρόνους μεταγενεστέρους της νεολιθικής χρήσης.
Ωστόσον αμιγές νεολιθικόν στρώμα εμφανίσθηκε στην 8η και 9η στρώση, όπου άρχισε να διακρίνεται και διαμορφωμένη κυκλική εστία (αρ.3). Στο επίπεδο της εστίας η τομή περιείχε παχειές στρώσεις τέφρας με κάρβουνα, που εξετείνοντο σε όλη την έκταση της τομής. Η κυκλική διαμόρφωση διέσωζε αποσπασματικά στις άκρες επένδυση από άψητο κόκκινο πηλό. Η κεραμική περιελάμβανε τμήματα από άβαφα και στιλβωτά μονόχρωμα σκεύη και εχρονολογείτο στην Τελική Νεολιθική. Κάτω από την εστία συνέχιζαν επάλληλα στρώματα στάκτης με αμαυρόχρωμα της Νεωτέρας Νεολιθικής μαζί με μελανά στιλβωτά. Τα βαθύτερα στρώματα περιείχαν ελαχίστη νεολιθική κεραμική μαζί με εργαλεία από πυριτόλιθο. Ο φυσικός βράχος, δηλαδή, η συνέχεια του σταλαγμίτη, με παχύ στρώμα αποσαρθρωμένου ασβεστολίθου, ανευρέθη εις βάθος 1,30μ.
Σε σύγκριση με τα ευρήματα της ανασκαφής του 1953, οι στρωματογραφικές παρατηρήσεις του Αδ. Σάμψων είναι αντίστοιχες με τα στρώματα (Α) και (Β) του ημερολογίου του McDonald, με τη διαφορά ότι ο Σάμψων ενετόπισε επί πλέον και συγκεκριμένες δομές ανάμεσά τους και υπό αυτά (Εικ.86):
1) στρώμα τέφρας με εστία (αρ.1) μυκηναϊκών χρόνων στην επιφάνεια επάνω από το στρώμα (Α),
2) δευτέρα εστία (αρ.2) λίγο χαμηλότερα, εντός του (Α),
3) σκληρό επατημένο δάπεδο της μεσοελλαδικής περιόδου κάτω από το (Α), το οποίο, μάλιστα, διεπίστωσε ότι διεκόπτετο από μεταγενεστέρα επίχωση λίθων,
4) διαμορφώσεις, που τοποθετεί στην Χαλκοκρατία, και
5) κυκλική εστία με επένδυση στά βαθύτερα αδιατάρακτα νεολιθικά στρώματα, επάνω εις τον φυσικό βράχο.
Παρουσιάζεται κατωτέρω σύντομη επισκόπηση τών ευρημάτων της ανασκαφής του 1980 με έμφαση στα τυπολογικά παράλληλα, που έχουν εν τω μεταξύ προκύψει από την μελέτη της χρήσης άλλων σπηλαίων και υπαιθρίων θέσεων της Πελοποννήσου κατά την νεολιθικήν εποχήν.
1. Μελανά στιλβωτά
Πρόκειται διά δοχεία με στιλπνή μελανή και συχνά μελανόφαιη επιφάνεια. Μερικές ερυθρές αποχρώσεις οφείλονται σε παρατεταμένη οξειδωτική καύση μέσα στον κλίβανο, ενώ και ο πυρήν δεν είναι πάντοτε μελανός. Σε δύο όστρακα διασώζεται διακόσμηση διαγραμμισμένων τριγώνων από λευκό εξίτηλο χρώμα (Εικ.9: 1,2). Στην κατηγορία αυτή τα κυριώτερα σχήματα δοχείων συνίστανται σε φιάλες με ρηχά τεθλασμένα τοιχώματα (Εικ.9: 1,2,11,12), που είναι και το πλέον διαδεδομένο σχήμα αυτής της κατηγορίας αγγείων, αλλά και με κωνικά, καμπύλα, κυρτά ή κατακόρυφα τοιχώματα (Εικ.9: 4,5,6,8). Ωρισμένα από τα θραύσματα πρέπει να ανήκουν σε καρποδοχεία43. Ολιγώτερον συχνά απαντώνται ευρύστομα δοχεία με συγκλίνοντα τοιχώματα (Εικ.9: 7,9), στενόλαιμα σκεύη (Εικ.9: 3,10) και κλειστά αγγεία με οπαίον στόμιον, εντός της κατηγορίας αυτής.
Τα δοχεία του σπηλαίου Νέστορος αποτελούν δείγματα του «κοινού» ρυθμού των «μελανών στιλβωτών» της ελλαδικής Νεωτέρας Νεολιθικής I, ο οποίος ρυθμός μαρτυρείται σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, ωστόσον με ενδείξεις διάδοσής τους μέσω συγκεκριμένων κατασκευαστικών κέντρων, τουλάχιστον, όσον αφορά στην Θεσσαλία («ρυθμός Λάρισας»)44. Δεν αποκλείεται, πάντως, ότι και στην νότιο Ελλάδα η κατασκευή τους ήτο έργον εξειδικευμένων εργαστηρίων. Σύνολα με άριστη στιλπνότητα έχουν ανασκαφή ιδιαιτέρως στην Εύβοια (σπήλαιον Σκοτεινή Θαρρουνίων, Βάρκα Ψαχνών)45 και Βοιωτία (Εύτρηση, Χαιρώνεια, Ελάτεια, Ορχομενός, σπήλαιον Σαρακηνού)46. Στην νότιο Πελοπόννησο τεκμηριώνονται στο σπήλαιον Αλεπότρυπας47, παρότι όχι σε μεγάλη ποσότητα, και στο σπήλαιον Κουβελέικης Α ́ Αλεποχωρίου Λακωνίας48. Βορειότερον, κυριώτερες θέσεις είναι το σπήλαιον Φράγχθι49 και η Ασέα, η Άρια, η Κλένια και η Κόρινθος, ενώ στην δυτική Ελλάδα κατεγράφησαν στο σπήλαιον Δράκαινας Πόρου Κεφαλληνίας50.
2. Νεολιθικά αμαυρόχρωμα και Urfirnis
Ακόμη μία κατηγορία νεολιθικής «κοινής» με μεγάλη γεωγραφική διασπορά προέρχεται από το σπήλαιον Νέστορος στα ίδια στρώματα με τα μελανά στιλβωτά, στοιχείον χρήσιμο διά την επακριβή χρονολογική της ένταξη. Τα θραύσματα προέρχονται από φιάλες με τροπιδωτό ή καμπύλο περίγραμμα (Εικ.9: 16) και ποικιλία άνω απολήξεων. Τα αμαυρά διακοσμητικά θέματα συνίστανται σε επάλληλες γωνίες, ταινίες, ευθείες και οφιοειδείς γραμμές (Εικ.9: 13-15), μελανού ή καστανού χρώματος σε ερυθρόχρωμο ή ανοικτόχρωμο βάθος. Τα δείγματα του σπηλαίου Νέστορος συμβαδίζουν τόσον με την «ερυθρή ομάδα» όσον και με την «υπόλευκη ομάδα» με βάση τη διάκριση του υλικού της Κορίνθου51. Ωστόσον είναι ολίγα, διά να εξετάσωμε το ενδεχόμενο τυποποίησης ιδιαιτέρων εντοπίων διακοσμητικών θεμάτων, που υποδηλώνουν τοπικές παραδόσεις, όπως λ.χ. συμβαίνει στην Αλεπότρυπα, και πολύ περισσότερο να αναζητήσωμε σχέση των αγγείων αυτών με λατρευτικές χρήσεις, όπως αυτές, που τεκμηριώνονται στο σπήλαιον του Διρού. Η παρουσία των αμαυροχρώμων στα σπήλαια είναι πυκνή, όπως υποδηλοί το υλικό από το Φράγχθι την Κουβελέικη Α, την Κλένια, το σπήλαιο Σαρακηνού Βοιωτίας, τη Σκοτεινή Ευβοίας, αλλά και τη Θεόπετρα βορειότερον52. Η παρουσία αυτή είναι δυνατόν να συνοψίζη ότι τελετουργικές πράξεις, ενδεχομένως, ησκούντο στα σπήλαια εκ παραλλήλου ή ανάμεικτα και ταυτοχρόνως με τις πρακτικές χρήσεις των σπηλαίων ή την παραμονή σε αυτά. Οι τοπικές μορφολογικές ιδιαιτερότητες των θεμάτων τους, όπου υπάρχουν, εκφράζουν τοπικές παραδόσεις, που άπτονται και στις οικιακές και στις τελετουργικές χρήσεις, οι οποίες δεν δύναται κατά την εποχή αυτήν να διαχωριστούν53.
Από πλευράς νεωτέρων χρήσεων, αντιπροσωπεύεται η γεωμετρική περίοδος με θραύσματα, που φέρουν κοσμήματα (διαγραμμισμένος μαίανδρος) σε μετόπη, καθώς και οι κλασικοί/ υστεροκλασικοί/ ελληνιστικοί χρόνοι με μελαμβαφή και αβαφή κεραμική.
Οι χρήστες του σπηλαίου, ενδεχομένως, ασκούσαν αγροτοκτηνοτροφικές και αποθηκευτικές πρακτικές, όπως ημπορούμε να εκτιμήσωμε από την αφθονία των πιθαριών και των δοχείων οικιακής, μαγειρικής και τροφοκαταναλωτικής χρήσης, χωρίς να αποκλείεται η ταυτόχρονος ή κατά περιόδους διαμονή ή η χρήση ως μαντριού. Η πιθανότητα το σπήλαιον να εφιλοξένησε και χρήσεις με ιδιαίτερο συμβολικό ή τελετουργικό περιεχόμενο είναι ισχυρή ακόμη και για την νεολιθική περίοδο. Σε σχέση με το σπήλαιο Αλεπότρυπα, λ.χ., συζητείται η πιθανή χρήση της μονοχρώμου κεραμικής της Τελικής Νεολιθικής για λατρευτικές τελετουργικές πράξεις, σε αντικατάσταση της αμαυροχρώμου, που υποτίθεται ότι εξυπηρέτησε τέτοιες χρήσεις σχεδόν μία χιλιετία ενωρίτερον. Πάντως, όπως καταλήγουν οι νεώτερες προσεγγίσεις επί της κεραμικής, η λατρευτική και η οικιακή χρήση είναι αλληλένδετες πλευρές των δοχείων των νεολιθικών χρόνων. Σε κάθε περίπτωση η κεραμική τεχνολογία, η μορφή και η διακόσμησή τους μεταβάλλονται υπό την επιρροή των τοπικών παραδόσεων των πληθυσμών, ακόμα ίσως και των κεραμέων που τα κατασκευάζουν. Οι προσεγγίσεις αυτές έχουν προοπτική να διερευνηθούν και διά τη νεολιθική κεραμική από το σπήλαιο Νέστορος, με την ενδελεχή και εις βάθος μελέτη του υλικού όλων των ανασκαφών.
Το υπαίθριο κέντρο της περιοχής, από όπου προέρχονταν οι χρήστες του σπηλαίου, πρέπει να αναζητηθή στην προϊστορική θέση της Βοϊδοκοιλιάς78, τουλάχιστον κατά ένα μέρος της Τελικής Νεολιθικής, ενώ διά την Νεωτέρα Νεολιθική Ι δεν υπάρχουν ασφαλείς ενδείξεις στην γειτονική τοπογραφία, παρότι «Some νery finely polished Ware» αναφέρεται από τον λόφο του Αγίου Νικολάου79, ενώ ένδειξη υπάρχει και διά το Παλιόκαστρο80. Το ζήτημα της αφανούς υπαιθρίας θέσης αναφοράς κατά την Νεωτέρα Νεολιθική προκύπτει σχετικά με την χρήση και άλλων σπηλαίων του ελλαδικού χώρου σε σύγκριση προς την εμφάνιση γειτονικών υπαιθρίων θέσεων δίπλα στα σπήλαια στην Τελική Νεολιθική, όπως ξέρουμε λ.χ. διά τα σπήλαια Αλεπότρυπας, Φράγχθι, Λιμνών στα Καστριά και Σκοτεινή Ευβοίας81. Πέρα της γειτονικής Βοϊδοκοιλιάς, στο τέλος της Νεολιθικής πολλές υπαίθριες θέσεις εμφανίζονται στην ευρυτέρα περιοχή (Μπαρουτοσπηλιά82, Κουφιέρο83 και Κόκκορα Τρούπα84, σπήλαιον Καταβόθρα υπό την κωμόπολιν Χώρας Τριφυλίας).
1) παρά την σημαντικήν αύξηση του πληθυσμού στην αμέσως γειτονική περιοχή, που περιλαμβάνει σύγχρονον οικισμό85 στον βόρειο βραχίονα του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς, στην θέση του μετέπειτα θολωτού τάφου, και νεκροταφείο στο λόφο του Αγίου Νικολάου86,
2) εις την παραλία του χωρίου Πετροχώρι ως και
3) προς Βορράν του προς Βορράν συνεχομένου χωρίου Ρωμανός87.
Κατά την Μέση και Υστέρα Εποχή του Χαλκού, οπότε αναπτύσσεται μνημειώδης ταφική αρχιτεκτονική στην γειτονική περιοχή, το σπήλαιον έπαιξε τον ιδικό του ρόλο. Κατ’ αρχήν, στην μεσοελλαδική περίοδο, τα κύρια σημεία αναφοράς της τοπογραφίας της περιοχής είναι ο τύμβος88, που κατασκευάζεται επί του πρωτοελλαδικού οικισμού στον βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς, καθώς και δεύτερος τύμβος89, ιδίας χρονολόγησης, στην θέση της εκκλησίας του Προφήτου Ηλία, 300μ. βορειότερα. Μεσοελλαδικών χρόνων κεραμική έχει εντοπισθή και στο νησάκι του Τσιχλιμπαμπά στα νότια- νοτιοδυτικά του όρμου του Ναυαρίνου90.
Σε άμεση χρονολογική συνέχεια, η πρώιμος υστεροελλαδική περίοδος (YE I) αντιπροσωπεύεται από τον θολωτό τάφο, που κατεσκευάσθη προ του τέλους αυτής της φάσεως στο κέντρο του μεσοελλαδικού τύμβου, τον αποκαλούμενο κατ’ επίφασιν από τον καθηγητή Σπ. Μαρινάτο «τάφο του Θρασυμήδους», από το όνομα του υιού του Νέστορος, επί τη βάσει σχετικής αναφοράς του Παυσανία (Δ. 36,2). Ο αρχαίος περιηγητής υποτίθεται ότι είδε μέσα στην αρχαία Πύλο το ανάκτορο του Νέστορος και πλησίον της πόλης τον τάφο του υιού του. Ο εντοπισμός αυτού του τάφου ειδικώς, αν και είναι μεταγενέστερος άλλων (θολωτός τάφος Οσμάναγα/ Κορυφασίου, θολωτοί τάφοι 5 και 4 του Άνω Εγκλιανού, θολωτός τάφος 3 Περιστεριάς, θολωτός τάφος 1 Ρούτση, μικροί θολωτοί τάφοι εις Τουρκοκίβουρα Νιχωρίων και εις τυμβοειδή εξάρματα εις Γουβαλάρη Κουκουνάρας, θολωτός τάφος 2 εις Γουβαλάρη) αποτελεί απλώς κρίσιμο τεκμήριο διά την σχέση καταγωγής του τύπου των θολωτών τάφων με την Πρωτοελλαδικών ΙΙΙ/ Μεσοελλαδικών χρόνων ταφική αρχιτεκτονική των τύμβων με πίθους92.
Σε αυτήν την περίοδο ιδεολογικών ζυμώσεων ως προς τους μετασχηματισμούς στην διοίκηση, που διανύει το πρώτο ήμισυ της -2ας χιλιετίας, οι προϊστορικοί πληθυσμοί της περιοχής επισκέπτονται, το σπήλαιον συστηματικά φέροντες μαζί τους δείγματα ποικίλων κατηγοριών κεραμικής, που περιλαμβάνουν και διακοσμημένα αγγεία μεγάλων διαστάσεων (αδρά, αμαυρόχρωμα, εγχάρακτα -όμως της όχι «αδριατικής» τεχνικής- και λεπτά αγγεία πόσεως). Ο χαρακτήρας των επισκέψεων στο σπήλαιον ήταν οικιακός και σχετίζετο με την αγροτοκτηνοτροφική και αποθηκευτική οικονομία, χωρίς ενδείξεις λατρείας. Την ίδια περίοδο στην Βοϊδοκοιλιά, στα Καστρούλια και στο Ρούτση ασκείται η λατρεία στους τύμβους (ΜΕ Ι) με δέπα αμφικύπελλα και ηθμωτά αγγεία93.
Στην Υστεροελλαδική IIIB, πάντως, οι επισκέψεις στο σπήλαιον Νέστορος έχουν ενίοτε λατρευτικόν χαρακτήρα, δεδομένου του περιωρισμένου ρεπερτορίου δοχείων (κύλικες, σκύφοι), του Ψ-σχημου ειδωλίου και της εστίας αυτής της περιόδου. Παρόμοια χαρακτηριστικά, που συνίστανται σε εστίες, διακοσμημένες κύλικες και σκύφους καθώς και ειδώλιο, έχει η παρουσία της μυκηναϊκής περιόδου και σε άλλα σπήλαια της ηπειρωτικής Ελλάδος, όπως τα σπήλαια Λιμνών, Σαρακηνού, Σκοτεινή και Αγίας Τριάδος Ελικώνος94. Παρ’ όλον ότι το ζήτημα δεν έχει μελετηθή αναλυτικώς και συνολικώς, προσφέρει, ωστόσον, περιωρισμένες ενδείξεις προς την κατεύθυνσή του και ως δυνητικών θεωρουμένου λατρευτικού χαρακτήρος των σπηλαίων εις το τέλος της Εποχής του Χαλκού.
Κατά την υπομυκηναϊκήν περίοδο (-12ος αιών) παρατηρείται αρχικά μείωση του πληθυσμού σε όλη την Μεσσηνία και την Λακωνία95, ο οποίος σταδιακώς αποκαθίσταται. Κατά την γεωμετρική περίοδο το σπήλαιον παρουσιάζει πλουσία συλλογή διακοσμημένης κεραμικής, η οποία, πιθανώς, υποδηλοί πράξεις λατρείας. Στη Μεσσηνία οι ενδείξεις ταφικής και λατρευτικής χρήσης των θολωτών και θαλαμοειδών τάφων είναι ισχυρές καθ’ όλη την διάρκεια των πρώτων ιστορικών αιώνων και κατά τα τέλη των κλασικών χρόνων έως και την ελληνιστική περίοδο στους θολωτούς τάφους του Οσμάναγα/ Κορυφασίου96, Γουβαλάρη Κουκουνάρας97, τον τάφο 3 Καμινίων Κρεμμυδίων Πυλίας98 και, βεβαίως, του λεγομένου «Θρασυμήδους» στην Βοίδοκοιλιά99.
Το γεγονός ότι η αρχαία Πύλος κατοικείται συνεχώς και, μάλιστα, πρωταγωνιστεί σε μάχες του Πελοποννησιακού πολέμου κατά τα τέλη του -5ου αιώνος, υποδηλοί την αύξηση του πληθυσμού, και την ευρεία πληθυσμιακή εξάπλωση κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, η οποία, μάλλον, σχετίζεται και με μετατοπίσεις πληθυσμών σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες.
Εκτός από την πόλη του αρχαίου Κορυφασίου ή κατ’ άλλους αρχαίας Πύλου, επί του λόφου της νοτίου χερσονήσου της Βοϊδοκοιλιάς, που ανέσκαψε ο Μαρινάτος100, γνωρίζομε την ύπαρξη εκτεταμένου νεκροταφείου της ιδίας περιόδου στην περιοχή της σημερινής λιμνοθαλάσσης του Διδαρίου από τις ανασκαφές του Ν. Γιαλούρη101, του μικρού νεκροταφείου που ανέσκαψεν ο Ν. Καλτσάς πλησίον του όρμου102, του λιμένος103 της πόλης στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς, αλλά και αναρίθμητα λείψανα αφιερωματικής ηρωικής λατρείας ή προγονολατρείας με την χρήση πηλίνων πλακιδίων, που ενησκείτο κατά την ελληνιστική εποχή εκτός του μυκηναϊκού θολωτού τάφου. Φαίνεται ότι κατ’ αυτήν την περίοδο ο τάφος είχεν αποκτήσει διά τους κατοίκους της περιοχής σημασίαν τοπικού ιερού μνημείου104.
Γεώργιος Στυλ. Κορρές, Αδαμάντιος Σαμψών, Στέλλα Κασταρού
1. A. Philippson, Die griechischen Landschaften III I, Frankfurt a/M 1959, 0e. 386 (hrsg. von E. Kirsten). W.A. McDonald & R. Hope Simpson, «Prehistoric Habitation in SW Peloponnesus», AJA 65, 1961. σελ.221–260, 243. Tου ιδίου «Further explorations in South Western Peloponnese», AJA 68, 1964. σελ.229-245. Tου ιδίου «Further explorations in South Western Peloponnese», AJA 73, 1969. σελ. 123– 177, 164. The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, W.A. McDonald & G.R. Rapp, Jr., eds. The University of Minnesota Press. Minneapolis 1972, Je.29-32 (2. Surveying and Mapping by J.E. Fant & W.G. Loy). E. Meyer (Zürich), «Messenien und die Stadt Messene», Supplement-Band XV der Realencyclopädie von Pauly-Wissowa, Alfred Druckenmüller Veriag, München 1978, Sp. 201.68-203.16: «Pylos-Koryphasion». «Nestorhöhle». Г. Х. Κορρέ, λ. «Μεσσηνία», ΜΣΕ 21, 1980/81 σελ. 461. Του ιδίου (υπό Α. Σάμιμων), «Ανασκαφα ανά την Πυλίαν, Σπήλαιο του Νέστορος», ΠΑΕ 1980 (Αθήναι 1982), σελ.175-187. Τού ιδίου: «Το χρονικόν τών ανασκαφών της Βοϊδοκοιλιάς. Ο τύμβος της Βοϊδοκοιλιάς και ή γένεσις του θολωτού τάφου της ηπειρωτικής Ελλάδος», εν, Αρχαιολογικαί διατριβαι επί θεμάτων της Εποχής του Χαλκού («Αθηνά», Σύγγραμμα Περιοδικόν τής εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, Σειρά Διατριδών και Μελετημάτων, άρ.21), εν Αθήναις 1979, 1984, σελ. 6-83. Τού ιδίου, «Η προϊστορία της Βοϊδοκοιλιάς Μεσσηνίας κατά τας έρευνας τών ετών 1956, 1958, 1975-1979», εν: Μνήμη. Τόμος εις μνήμην Γεωργίου Ι. Κουρμούλη, Αθήνα 19.1989, Oe). 393-430. G. S. Korres, «Archaeological investigations at Voidokoilia, near Pylos, Greece», National Geographic Society Research Reports vol. 21, Washington, D.C., 1985, 0es. 231–237.«Neue Ausgrabungen im Gebiet von Pylos», Ethnographisch-Archäologische Zeitschrift. Berlin, 28. Jg., Heft 4, 1987. O8. 711–743. ToÜ if ion, Excavations in the Region of Pylos», in: Eumousia. Ceramic and Iconographic Studies in Honour of Alexander Canbitoglou (Mediterranean Archaeology Supplement 1), J.-P. Descoeudres, ed., Sydney 1990, oei. 1-11.
2, J. Bennet , J,L.Davis & D.K.Harlan. «The Fortress of Anavarin-I Cedidy, in: A Historical and Economic Geography of Ottoman Greece, the Southwestern Morca in the 18th Century (Hesperia Supplement 34), F. Zarinebaf, J. Bennet & J.L.Davis eds. Princeton 2005. O8). 241-264.
3, J. C. Kraft, G. R. Rapp & S. E. Aschenbrenner, «Late Holoccne palaeogeomorphic reconstructions in the area of the Bay of Navarino, Sandy Pylos», JAS 7, 1980,σελ.187-210. E. Zangger, M.E. Timpson, S.B.Yazvenko, F.Kuhnke & J. Knauss, «The Pylos Regional Archaeological Project: Pat II: Landscape evolution and sitc preservation», Hesperia 66, 1997,σελ.554-559, six. 4, 5.
15. Ως άνω, σελ.390.
19. C. W. Blegen & K. Kουρουνιώτη: «Ανασκαφή Πύλου», AE 1938 (εκδ.1940).Αρχαιολογικά Χρονικά σελ.1-16. C. W. Biegen, «Nestor’s Palace at Pylos», Illustrated London New’s CX CIV, June 3, 1939, 38. 979-981. C. W. Blegem & K. Kourouniotis, kExcavations at Pylos, 1939x, AJA 43. 1939, ajek. 557-576. W.A. McDonald AJA 46, 1942, (E. 538-545. C. W. Blegen & M. Rawson, The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, vol. I, University of Cincinnati, Princeton 1966, ific. Ogi. 9.
20. N.C.Wilkie. «William Andrew McDonald. 1913-2000», AĴA 104, 2000,σελ.309-310. Contributions to Aegean Archaeology in Honor of William A. McDonald, N. C. Wilkie & W. D. E. Coulson, eds. Minneapolis 1985,XXVI+297,βλιογραφία/εργογραφία W.A.MDonald,σελ.XXII-XXV.
21. N. C. Wilkie AJA 104. 2000.σελ309. Eriorg, C. W. Blegen, « Excavations at Pylos. 1953». AJA 58, 1954, 32. W. A. McDonald & R, Hope Simpson, AJA 65, 1961. Ooep. 221. W.A. McDonald & R. Hope Simpson. S. & Archaeological Exploration. Register A. Prehistoric Habitation Sites», in: W. A. McDonald & G. R. Rapp, Jr., eds. The Minnesota Messenia Expedition (σημ. 1 ώς άνω), αρ. 10 (62).
22. Μ. Θεοχάρη, «Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης (1919-1977)», εν, Πρακτικά Διεθνους Συνεδρίου γιά την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη (Βόλος, 29 Οκτωβρίου- 1η Νοεμβρίου 1987) (Δημοσιεύματα Αρχαιολογικού Δελτίου, άρ.48), Αθήνα 1992, σελ. 21-25,
23. Ως άνω, σελ. 21. 24. Γ.Χ. Χουρμουζιάδη, «Θεοχάρης ο πρωτοπόρος», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου γιά την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη (Βόλος, 29 Οκτωβρίου – 1η Νοεμόρίου 1987) (Δημοσιεύματα Αρχαιολογικού Δελτίου, άρ. 48), Ativo, 1992, ge. 29-37. K. Kotsak is kPaths to modernity: Dimitrios R. Theocharis and the post-war Greek prehistory», A Singular Antiquity, Archaeology and Hellenic Identity in Twentieth-Century Greece (The Benaki Museum, 3rd Supplement), D. Damaskos & D. Plantzos, eds., Athens 2008, (18. 175-183.
25. W. A. Mc Donald, AJA 46, 1942, σελ/539. W.A. McDonald & R. Hope Simpson,AJA 65, 1961, O.E. 2-12-243
26. C. W. Blegen, AJA 58, 1954,σελ. 32. B., ẽ Trioms, J. M. Cook & J. Boardman , «Archaeology in Greece, 1953», JHS 74, 1954, σελ.158,
27. Το ημερολόγιο της ανασκαφής του απηλαίου Νέστορος αποτελεί απόσπασμα του ήμερολογίου (σελ.41-71), που κατέγραψεν ο W. A. McDonald εν έτει 1953 διά την ανασκαφή του ανακτόρου και πολλών άλλων θέσεων της Πυλίας, ώς δηλούν ή σημείωση τού εξωφύλλου και το «Ευρετήριο» που παραθέτει στις πρώτες σελίδες: «This notebook is being kept by William A. McDonald, member of the staff of the U. of Cincinnati excavations at Ano Englianos, 1953. Eις το απόσπασμα περί του σπηλαίου Νέστορος θα αναφέρεται αυτόθι ώς W.A. McDonald, «Notebook, 1953: Cave of Nestor (Koryphasion)», αδημοσίευτον, εν Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.
28. Σημειωματάριο με τον τίτλο «Pylos 1953, B, Cave» επί του εξωφύλλου, άδημοσίευτον, εν Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.
32. W.A. McDonald and R. Hope Simpson, AJA 65, 1961, 242-243. AJA 68, 1964, osà. 229-245. AJA 73, 1969, σελ 123-177. W.A. McDonald, «The problems and the programx. Thc Minnesota Messcnia Expedition 3. N.C. Wilkie, (σημ. 20 ώς άνω) AJA 104, 2000, σελ. 309. Βλ. επίσης, J.L. Davis, S. E. Alcock, J. Bennet, Y. G. Lolos & C.W. Shelm e rdine, «The Pylos Regional Archaeological Project Part I: Overview and the Archaeological Survey ». Hesperia 66, 1997, Os). 39-494.
33. W.A.McDonald «Notebook, 1953: Cave of Nestor», σελ. 42.
34. B. xi C. W. Blegen (O. 21 ing äv} AJA 58, 1954, O8. 32.
35. Η περιγραφή τής ανασκαφής, που ακολουθεί, αποτελεί διεσκευασμένη και συνεπτυγμένη μεταγραφή τού πρωτοτύπου χειρογράφου κειμένου του W. A. McDonald, «Notebook, 1953: Cave of Nestor» (ou,27 dig divo).
36. Σημειωτέον ότι κατά την διαπίστωσιν του αειμν, καθηγητού του Πανεπιστημίου Βόννης G. Nobis, όστάρια, ανευρεθέντα εις κοιλότητα βράχου εις το νοτιοανατολικόν τμήμα του οικισμού του βορείου όραχου του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς, ανήκον εις ιππάριον είτε της Τελικής Νεολιθικής είτε της Πρωτοελλαδικής περιόδου (ανασκαφή έτους 1979 Γ. Σ. Κορρέ). Πρόλ. και εις Καστανάν (B. Hansel).
37. C.W. Blegen A.IA 58, 1954. gæð. 32.
38. Ήδη το 1975 ο W. W. Phelps κάνει ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα νεολιθικά όστρακα από το σπήλαιον Νέστορος στην άδημοσίευτη τότε διατριβή του, αργότερα δημοσιευμένη και συμπληρωμένη ώς B. Piιe1pS The Neolithic Pottery Sequence in Southern Greece (BAR Enternational Series, dig, 1259), Oxford 2004.
39. Ως άνω, σελ.73.
41. Σπ. Μαρινά του «Ανασκαφαι Πύλου (1952-60)», ΑΔ 16, 1960, Β ́, σελ.114-115. Τού ιδίου, «Ανασκαφή Πύλου», ΠΑΕ 1958, σελ. 191-192. Γ. Σ. Κορρές «Το χρονικόν τών ανασκαφών της Βοϊδοκοιλιάς» (σημ.1, ώς άνω), 1979/1984, σελ.7-83. Τού ιδίου, «Η προϊστορία της Βοϊδοκοιλιάς» (σημ.1 ώς άνω) 1989, σελ.393-430. G.S. Korres, «Excavations in the Region of Pylos (oru.1, dog divo), 1990, σελ.1-11.
42. Γ. Σ. Κορρέ, «Ανασκαφαι ανά την Πυλίαν» (σημ.Ι, ώς άνω), ΠΑΕ 1980,175-187.
50. S. S. Weinberg, «Remains from prehistoric Corinth, Hesperia 6, 1937, (e. 511. J. C. Lave 7, Zi, kPrehistoric investigations at Corinth x., Hesperia 47, 1978, 402-451. E. J. Holmberg, The Swedish Excavations at Asea in Arcadia, Lund 1944, Je.41-42, 48. Α. Ντούζουγλη, Άρια Αργολίδος. Χειροποίητη κεραμική της Νεότερης Νεολιθικής και της Χαλκολιθικής περιόδου, Αθήνα 1998, σελ. 60-88. Βλ. B. Phelps, The Neolithic Pottery Sequence, 2004, σελ.70-76. Διά το σπήλαιον Δράκαινα Πόρου Κεφαλληνίας, βλ. Γ. Στρα το ύλη, «Ανιχνεύοντας το νεολιθικό πολιτισμό στο Ιόνιο. Η συμβολή τών ανασκαφών στό Σπήλαιο Δράκαινα στον Πόρο Κεφαλονιάς», Η Προϊστορική Κέρκυρα και δευρύτερος περίγυρός της. Προβλήματα και προοπτικές. Πρακτικά ήμερίδας τιμητικής στόν Αύγουστο Σορδίνα (Κέρκυρα 17 Δεκεμόρίου 2004), Γ. Αρβανίτου – Μεταλληνού, επιμ., Υπουργείο Πολιτισμού, Κέρκυρα, 2007, σελ. 105-126.
51. L. Walker – Kosmopoulos, The Prehistoric Habitation of Corinth. I, München 1948. B. Phelps. The Neolithic Pottery Sequence, 2004, Oek, 87-88.
52. Αδ. Σάμψων, Σκοτεινή Θαρρουνίων (σημ.45, ώς άνω), 1993, σελ. 67-89. Μ. Κουμουζέλη, «Η κεραμική από την Α ́ Κουβελέικη Σπηλιά» (σημ. 48 ώς άνω), ΑΑΑ 22, 1989, σελ. 150-152 (αμαυρόχρωμη κεραμική). K. D. Vitelli, Franchthi Neolithic Pottery II, 1999, oxéö. 21-24, 30–31. N. Kυπαρίσση – Αποστολίκα, «Η Νεολιθική περίοδος του Σπηλαίου Θεόπετρας», Σπήλαιο Θεόπετρας. Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998), Ν. Κυπαρίσση – Αποστολί και εκδ. 2000,223. A. Sampsom, The Sarakenos Cave 2008, σελ. 112-152. B. Κατσιπάνου – Μαργέλη, εν, Γ. Α. Παπαθανασόπουλου, Το Νεολιθικό Διρό (σημ. 47 ώς άνω), 2011, σελ. 193-199.
55. Σ. Κατσαρού & Α.δ. Σάμψων , «Φάσεις I-Ι11. Η νεολιθική κεραμεική» εν Αδ. Σάμψων, Τό σπήλαιο τών Αιμνών στα Καστρια Καλαβρύτων. Μιά προϊστορική θέση στην άρεινή Πελοπόννησο (Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών αρ.7), Αθήνα 1997, σελ.211-232, Β. Κατσιπάνου- Μαργέλη, εν: Γ. Α. Παπαθανασόπουλου, Τό Νεολιθικό Αιρό (σημ.47 ώς άνω), 2011, σελ.159- 63.
56. B. Phelps. The Neolithic Pottery Sequence, σελ.116-117. Επί πλέον όλ. Αγ. Δημήτριος Λεπρέου έν: Κ. Zachos, Ayios Dhimitrios, A Prehistoric Settlement in Southwestern Peloponnese. The Neolithic and Early Heiladic Periods (BAR International Series, dig, 1770), Oxford 2008,112-113, 26-27. K. D. Vitelli, Franchthi Neolithic Pottery II, 1999, σχέδ. 43. Επίσης, διά το σπήλαιον Κουβελέικη Β. Α. Καζνέση & Σ. Κατσαρου:« Η νεολιθική κεραμική από την Β’ Κουβελέικη σπηλιά Αλεποχωρίου Λακωνίας», AAA 32-34, 1999-2001, σελ.27-36. Διά το σπήλαιον Δράκαινας Κεφαλλονιάς όλ. E.M.Χατζιώτου, Γ. Στρατούλη & Ε. Κοτζαμποπούλοι , «Η Σπηλιά της Δράκαινας. Πρόσφατη έρευνα στον Πόρο Κεφαλονιάς (1992-1993)», ΑΑΑ22, 1989, σελ.56-57. Διά το σπήλαιον Κύκλωπα Μεγανησίου Αευκάδος Α. Καζνέση, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Ν. Ελλάδος, προσωπική πληροφόρηση,
57. S. A. Immer wahr. The Athenian Agora. XIII. The Neolithic and the Bronze Ages. Princeton 1971. Liv. 10-11. L. Karai. Céramique grossiere, Év. N. Lambert, La Grotte Préhistorique de Kitsos (Attique), Missions 1968-1978. Vols. I-II. Paris 1981, o8). 365, σχέδ. 245. Αδ. Σάμψων. Σκοτεινή Θαρρουνίων (σημ.45, ώς άνω), 1993, σελ.152-159. A. Sampson. The Sarakenos Cave, 2008,σελ. 229-232.
58. B. Phelps, The Neolithic Pottery Sequence (ơng. 38, ởg ỡy(p). 2004, ơ8Ả. 116. Αδ. Σάμψων. Τό σπήλαιο Αιμνών (σημ. 55, ώς άνω). 1997, σελ. 321-326.
59, B. Phelps, The Neolitic Pottery Sequence, 2004,105, C. B le gens Prosynnina. The Heiladic Settlement Preceding the Argive Heraeum, vols. I-II. Cambridge Mas. 1937, 375.
60. Σ. Κατσαρού & Αδ. Σάμψων, «Φάσεις-III. Η νεολιθική κεραμεική», εν Αδ. Σάμψων, Το σπήλαιο Αιμνών (σημ.S5 ώς άνω), 1997, σελ. 234252.
61. B. Phelps, The Neolithic Pottery Sequence, 2004, gei. 105-106. K. Zachos, Ayios Dhimitrios. 2008,σελ119, σχεδ33.
62. Th. Mavridis & L., Sgrensen. The site of Pangali, Mt. Varassova in Aitolia, and the Late Neolithic Ib in the Aegean: Social transformations and changing ideology, w; Chaikis Aitolias I. The Prehistoric Periods (Monographs of the Danish Institute at Athens vol. 7). S. Dietz & I. Mos chos, eds. Arhus 2006, oe, 124-125. S. Dietz & P. Bangsgaard, & From Final Neolithic to Early Bronze Age in central Greece. Three chronological cross-sections and a summary». in: Communities in Transition. The Circum Aegean Later Neolithic Stages (ca. 5000/4800-3200/3000 BC), Proceedings of Conference (Athens, June 7-9, 2013), S. Dietz, F. Mavridis, S. Tankosic & T. Ta kaoğlu, eds., «Kastria-Pangali Ware».
63. Ε. Μ. Χατζιώτου, Γ. Στρα το ύλη & Ε. Κοτζαμποπούλου, «Η Σπηλιά της Δράκαινας» (σημ. 56, ώς άνω), ΑΑΑ 22, 1989, σελ. 31-60, ιδία σελ.56.
64. B. Phelps, The Neolithic Pottery Sequence, 2004, ge.114: «O.B.M. Straight 1». B. Κατσιπάνου – Μαργέλη, εν, Γ.Α.Παπαθανασόπουλου, Το Νεολιθικό Διρό (σημ.47 ώς άνω), 2011, σελ.165-166.
65. S. A. lmmer wahr, The Athenian Agora, XIII (đg čvo), 1971, Ttiv. 12:271172. N. Lambert, La céramique néolithique, Èv: La Grotte Préhistorique de Kitsos, 1981,316,226-228, K. Zachos, Ayios Dhimitrios, 2008, σελ106. K. D. Vitelli, Franchthi Neolithic Pottery II (49.ώς άνω), 1999, σχέδ.61d. B. Κατσιπάνου- Μαργέλη, εν, Γ.Α.Παπαθανασόπουλου, Νεολιθικό Διρό (σημ.47 ώς άνω), 2011, σελ.177.
66. B. Phelps, The Neolithic Pottery Sequence (or.38, dig civico), 2004,118-119.
67. Πρόλ. Αδ. Σάμψων, Σκοτεινή Θαρρουνίων (σημ.45 ώς άνω), 1993, σελ.160, όπου και ή σχετική βιβλιογραφία.
68. B. Phelps, The Neolithic Pottery Sequence , 2004, σελ.109-111, όπου προκύπτει ή χρονολογική τους σχέση με την υστέρα Νεωτέρα Νεολιθική και ή συνέχειά τους εντός της Τελικής Νεολιθικής. Συνηθίζονται ιδιαιτέρως σε βαθειά ανοικτά άγγεία της Τελικής Νεολιθικής εις τα σπήλαια Κούμελο και Αγ. Γεώργιος Καλυθιών Ρόδου και εις το Γυαλί της Νισύρου. Βλ. Αδ. Σάμψων, Η Νεολιθική περίοδος στα Δωδεκάνησα, ΤΑΠΑ, Αθήνα 1987, πίν.32 και130. Του ιδίου, Η Νεολιθική κατοίκηση στό Γυαλί της Νισύρου, Αθήνα 1988, πίν.69,69 α,β.
69. B. Phelps, The Neolithic Pottery Sequence (or. 38, dog i.vco), 2004, Q8x. 119. Ευρίσκονται με μεγάλη συχνότητα στα πιθοειδή άγγεία και «υδρίες» της Αλεπότρυπας, Β. Κατσιπάνου – Μαργέλη, εν, Γ. Α. Παπαθανασόπουλου, Τό Νεολιθικό Διρό (σημ. 47, ώς άνω), 2011, σελ. 185-186. Ωστόσον, από άλλες θέσεις, π.χ. τα σπήλαια Σκοτεινής Θαρρουνίων και Σαρακηνού, απουσιάζουν,
70. B. Phelps. The Neolitic Pottery Sequence, 2004, 112-113, 114-115, 117-118. Από το υλικό του σπηλαίου Νέστορος απουσιάζουν τα «rolled rims» που είναι ύστερο χαρακτηριστικό. Η απουσία τους υποδηλώνει, ενδεχομένως, ότι ή χρήση του σπηλαίου στην Τελική Νεολιθική εντοπίζεται στην πρώιμη φάση της περιόδου,
71. Α. Μαρή «Αγγεία με στιλόωτή διακόσμηση», εν Αδ. Σάμψων, , (38). 135-152, B.Phelps. The Neolithic Pottery Sequence (σημ. 38, ώς άνω), 2004, σελ. 106-108.
72. Γ. Σ. Κορρέ «Εργασίαι, έρευναι και ανασκαφαι ανά την Πυλίαν», ΠΑΕ1977,250, εικ.4, πίν, 1486.
73. Γ.Σ.Κορρέ, «Το χρονικών τών ανασκαφών της Βοίδοκοιλιάς»(σημ.1. ώς άνω),1979/84, σελ.7, 34-35,
74. W. A. McDonald, KNotebook, 1953: Cave of Nestory, σελ. 69,
75. Ig6. J. L. Caskey, «The Early Helladic Period in the Argolid”, Hesperia 29, 1960, σελ.285-303, p. 69d (Lerina).
79. W. A. McDonaid & R. Hope Simpson, (om.1, číg čvo) AJA 65, 1961, σελ. 243. Ο λόφος, καλείται λόφος Αγίου Νικολάου, άν και το παρεκκλήσιον αυτό του νεκροταφείου του προς Βορράν χωρίου Πετροχώρι εύρηται μετά τον λόφον, ό οποίος επιστέφεται κατά τον τελευταίον αιώνα άπό το εκκλησίδιον του Προφήτου Ηλία.
80. W. A. McDonald & R. Hope Simpson, AJA ’73, 1969, σελ.155, άρ.75C (Longa) ή Λογγά.
81. T. J. Wilkenson & S. T. Duhon , Franchthi Paralia, the Sediments, Stratigraphy and Offshore Investigations (Excavations at Franchthi Cave, Greece, fasc. 6), Indiana University Press. Bloomington & Indianapolis 1990. A 8. Scity (Σκoτεινή Θαρρουνίων (σημ.45, ώς άνω), 1993, σελ.225-232. Α. δ. Σάμψων, Τό σπήλαιο Λιμνών (σημ.55 ώς άνω), 1997, σελ.331-332. Γ. Α. Παπαθανασόπουλου, Το Νεολιθικό Διρό (σημ.47 ώς άνω), 2011, σελ.40.
82. W. A. McDonald & R. Hope Simpson, AJA73, 1969, σελ. 158, αριθ. 77D, σελ.167.
83. Ως άνω. σελ. 145, αριθ. 36, σελ. 164, πίν. 44, 46, 84. Ως άνω, σελ. 156, 85. W. A. McDonald & R. Hope Simpson, AJA 65, 1961, ce. 243. Γ. Σ. Κορρέ- «Τό χρονικόν τών ανασκαφών της Βοϊδοκοιλιάς» (σημ.1, ώς άνω), 1979/1984, σελ.17. 39-40 (επίχωση δαπέδου), 23-29 (δρόμος), 54, 66-67 και 74 (τύμβος). Του ιδίου, ΠΑΕ 1976-1983.
86. W.A. McDonald & R. Hope Simpson, (dios favo) AJA 65, 1961, oe. 242-243, εικ. 10. Γ. Σ. Κορρέ, «Το χρονικόν τών ανασκαφών της Βοϊδοκοιλιάς» (σημ. 1, ώς άνω), 1979/1984, σελ. 25
87. J. Rambach , «Ρωμανός Πυλίας. Νέα στοιχεία κατοικήσεως από την ΠE έως την Ελληνιστική εποχή», εις τον παρόντα τόμον,
88. Γ.Σ.Κορρέ,«Το χρονικόν τών ανασκαφών της Βοίδοκοιλιάς»(σημ.1,ώς άνω),1979/84, σελ.41-44.
89. Γ. Σ. Κορρέ , «Ανασκαφαι ανά την Πυλίαν», ΠΑΕ 1980, σελ. 174-175 (τύμβος Β).
90. Γ. Σ. Κορρέ «Ανασκαφή Βοϊδοκοιλιάς», ΠΑΕ 1981, σελ. 240 (νησίς Πύλος).
91. Σπ. Μαρινάτου, «ΑνασκαΦαι εν Πύλω» ΠΑΕ 1956, σελ. 202-203. ΠAE 1958, 184-187, ativ. 143–146., «Ανασκαφαι Πύλου (1952-60)». AΔ 16, 1960, Β, σελ.114-115. Sp, Marinatos & M. Hirmer, Kreta, Thera und das Inykenische Hellas, 2. überarbeitete und erweiterte Auflage, München 1973/76, Κρρέ, «Έρευναι και ανασκαφα ανά την Πυλίαν», ΠΑΕ 1978, σελ. 334-340. Του ιδίου, «Το χρονικόν τών ανασκαφών της Βοϊδοκοιλιάς» (σημ. 1, ώς άνω), 1979/1984, σελ. 7-64.
102. Ν. Καλτοά, «Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία τής Πύλου», ΑΔ38, 1983, Meistes, 1-77,
103. Επισημανθείς υπό Σοφίας Α. Ταράντου,
104. Γ. Σ. Κορρέ. «H προβληματική διά την μεταγενεστέραν χρήσιν τών μυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας» (ώς άνω), 1981182 σελ. 363-375, 394 397. 416-418. E. Πρωτον ο ταρίου – Δεϊλάκη, Οι τύμδοι του Άργους, Αθήνα 1980 (επανέκδοση Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Νοτίου Ελλάδος, Αθήνα 2009), OJE. 315-318.
105. IIgö7. xCi G, Nobis «War die Höhle des Nestor bei Pylos/Mess, ein antiker Rinderstäil?», Tier ind MuseuIII. Mitteilungen der Gesellschaft der Freunde und Förderer des Museums Alexander Koenig– Bonn e.V., Juni 1994, Band 4, Heft 1, SS. 15-19 xoi D. Frame. HIPPOTA NESTOR. Washington D.C. 2009, oJoράδην διά το θέμα της καθόδου τών Νηλειδών.
106. C. W. Blegen, AJA 58. 1954 32.
aristomenismessinios.blogspot.com